ζεμπέκικος


ζεμπέκικος
Προφορά

Ετυμολογία
ζεμπέκικος ζεϊμπέκης

Ερμηνεία
ζεμπέκικος

✦ κ. ζεμπέκικος, -η, -ο επίθ. ο χαρακτηριστικός του ζεϊμπέκη
✦ είδος ανδρικού χορού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.