ζαχαρωτό


ζαχαρωτό
Προφορά

Ετυμολογία
ζαχαρωτό └ουδ┘ του επιθέτου ζαχαρωτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ζαχαρωτό

✦ μικρό παρασκεύασμα από ζάχαρη, καραμέλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.