ζέον
Προφορά
Ετυμολογία
ζέον αρχαία ελληνική ζέον, └ουδ┘ της μτχ. ζέων του ρήματος ζέω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ζέον
✦ μετάλλινο σκεύος με το οποίο χύνει ο ιερέας ζεστό νερό στο άγιο ποτήριο, πριν από τη μετάληψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–