ετερόφυλος
Προφορά
Ετυμολογία
ετερόφυλος έτερος + φύλον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ετερόφυλος -η, -ο
✦ που ανήκει σε άλλο φύλο
✦ που ανήκει σε άλλη φυλή
✦ που ανήκει σε είδος του οποίου το αρσενικό και το θηλυκό παρουσιάζουν διαφορετική διάπλαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ομόφυλος
Επιρρήματα
–