επιστάμενος
Προφορά
Ετυμολογία
επιστάμενος αρχαία ελληνική ρ. ἐπίσταμαι
Ερμηνεία
επιστάμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) προσεχτικός, εξονυχιστικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
επισταμένως, με πολλή προσοχή:τον εξέτασαν επισταμένως, αλλά δε βρήκαν τίποτα