ελεύθερος
Προφορά
Ετυμολογία
ελεύθερος αρχαία ελληνική ἐλεύθερος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελεύθερος -η, -ο
✦ αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος
✦ που απολαμβάνει πολιτική και εθνική ελευθερία: καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή (Ρήγας Βελεστινλής)
✦ διαθέσιμος
✦ ανύπαντρος
✦ (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο μη απαγορευμένος
✦ ελευθέρας (ενν. εισόδου), δωρεάν άδεια, δικαίωμα χρήσης των δημοσίων μεταφορικών μέσων ή εισόδου σε χώρο θεάματος ή ακροάματος: κάρτες ελευθέρας στα άτομα με ειδικές ανάγκες (Μεσημβρινή)
✦ ελεύθερος χρόνος, ο χρόνος που διαθέτει κάποιος για την ψυχαγωγία, τη μόρφωση ή την ανάπαυσή του αφού αποδεσμευτεί από τις επαγγελματικές, οικογενειακές ή κοινωνικές υποχρεώσεις
✦ ελεύθερη μετάφραση, η όχι κατά λέξη
✦ ελεύθερος στίχος, που δεν ακολουθεί μετρικούς κανόνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υπόδουλος
Επιρρήματα
ελεύθερα (Κ ελευθέρως)
Bravo!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!