δροσοστάλακτος
Προφορά
Ετυμολογία
δροσοστάλακτος δρόσος + σταλάζω
Ερμηνεία
δροσοστάλακτος
✦ κ. δροσοστάλακτος, -η, -ο επίθ. αυτός που έχει σταγόνες δροσιάς ή που σταλάζει δροσιά
✦ (κ. μτφ.): κι η νύχτα δροσοστάλαχτη απριλιάτικη (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) απαλός, τρυφερός: χείλη δροσοστάλαχτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–