δονώ
Προφορά
Ετυμολογία
δονώ αρχαία ελληνική δονέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δονώ -είς, -εί
✦ τραντάζω, κραδαίνω: δονήθηκε ολόκληρη η περιοχή από τη διέλευση των τανκς
✦ (μτφ. ) προκαλώ έντονη συγκίνηση: με στίχους του Ομήρου… που έτυχε να δονήσουν την ψυχή του (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–