δοκιμαστήριο
Προφορά
Ετυμολογία
δοκιμαστήριο μεταγενέστερη ελληνική δοκιμαστήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δοκιμαστήριο
✦ όργανο με το οποίο δοκιμάζεται κάτι
✦ χώρος όπου γίνονται δοκιμές
✦ (ειδ.) χώρος, σε κατάστημα, όπου μπορεί ο πελάτης να δοκιμάσει ρούχα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–