διόραμα
Προφορά
Ετυμολογία
διόραμα αρχαία ελληνική ρ. διοράω -ῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διόραμα
✦ είδος θεάματος κατά το οποίο, με κατάλληλο φωτισμό, τα παριστώμενα σε πίνακα, φαίνονται σαν πραγματικά στο χώρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–