διελκυστίνδα
Προφορά
Ετυμολογία
διελκυστίνδα μεταγενέστερη ελληνική διελκυστίνδα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διελκυστίνδα
✦ είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο άτομα ή δύο ομάδες κρατούν τα άκρα σχοινιού, και προσπαθούν να σύρουν οι μεν τους δε προς το μέρος τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–