δηλητηριάστρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δηλητηριάστριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δηλητηριάστρια.mp3Ετυμολογίαδηλητηριάστρια δηλητηριάζω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο δηλητηριάστρια ✦ θηλ. δηλητηριάστρια που δηλητηριάζει, που σκοτώνει με δηλητήριο Συνώνυμαφαρμακευτής – φαρμακεύτριαΑντίθετα–Επιρρήματα–