δεσμός
Προφορά
Ετυμολογία
δεσμός αρχαία ελληνική δεσμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δεσμός
✦ το μέσο του δεσίματος
✦ κόμπος
✦ (μτφ. ) ηθικός, συναισθηματικός κτλ. σύνδεσμος: οικογενειακός – φιλικός – ερωτικός δεσμός
✦ πληθ. τα δεσμά, οι αλυσίδες των καταδίκων κ. συνεκδ. η φυλάκιση, η ειρκτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–