δενδροτόμος


δενδροτόμος
Προφορά

Ετυμολογία
δενδροτόμος αρχαία ελληνική δενδροτόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δενδροτόμος

✦ αυτός που κόβει δένδρα, ξυλοκόπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.