δελφινάριο
Προφορά
Ετυμολογία
δελφινάριο μεταγενέστερη ελληνική δελφινάριον, υποκοριστικό του δελφίς, -ῖνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δελφινάριο
✦ χώρος δημόσιων θεαμάτων που διαθέτει δεξαμενή για επιδείξεις εκπαιδευμένων δελφινιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–