δεκτός
Προφορά
Ετυμολογία
δεκτός μεταγενέστερη ελληνική δεκτός
Ερμηνεία
δεκτός
✦ κ. δεχτός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που τον δέχεται κανείς: έγινε δεκτός από τον πρωθυπουργό
✦ που μπορεί κανείς να τον δεχτεί: το αίτημά του δεν έγινε δεκτό
Συνώνυμα
αποδεκτός, παραδεκτός
Αντίθετα
απαράδεκτος
Επιρρήματα
δεκτά κ.δεχτά (Κ δεκτώς)