δεκατίζω
Προφορά
Ετυμολογία
δεκατίζω δέκατον
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δεκατίζω
✦ εισπράττω το φόρο της δεκάτης
✦ (μτφ. ) προκαλώ μεγάλη ζημιά, αποδεκατίζω: φώναζε ο κόσμος λέγοντας πως ο Απόλλων θα δεκατίσει τους Αθηναίους όπως δεκάτισε τους Αχαιούς στην Τροία (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–