δασκαλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
δασκαλισμός δάσκαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δασκαλισμός
✦ λόγος ή πράξη που ταιριάζει σε σχολαστικό δάσκαλο: ο σχολαστικός δασκαλισμός, που στρέβλωσε και παραμόρφωσε τόσες αξίες στον τόπο μας, δεν άφησε να δημιουργηθεί μια συνέχεια γερού και ελεύθερου διδακτικού ύφους (Γ. Σεφέρης)
✦ εξεζητημένος αρχαϊσμός στη χρήση της γλώσσας
Συνώνυμα
σχολαστικισμός, στενοκεφαλιά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–