δακτυλοσκοπικός
Προφορά
Ετυμολογία
δακτυλοσκοπικός δακτυλοσκοπία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δακτυλοσκοπικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλοσκοπία ή που γίνεται με τη μέθοδο της δακτυλοσκοπίας: δακτυλοσκοπική έρευνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–