δαιμόνιο
Προφορά
Ετυμολογία
δαιμόνιο αρχαία ελληνική δαιμόνιον, υποκοριστικό του δαίμων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δαιμόνιο
✦ εξαιρετική ιδιοφυΐα: στρατιωτικό – πολιτικό – καλλιτεχνικό δαιμόνιο
✦ (εκκλ.) πνεύμα πονηρό, δαίμονας, διάβολος
✦ τα πονηρά πνεύματα στην υπηρεσία του σατανά που προκαλούν σωματική και ψυχική φθορά: δεν ξεχνώ πόσο ατίθασο πράγμα είναι ένα διψασμένο κορμί και με πόσα δαιμόνια γεμίζει τον άνθρωπο (Γ. Σεφέρης)
✦ δαιμονική επήρεια που εμβάλλει ακράτητο πόθο
✦ στον πληθ. δαιμόνια, οργή, μανία: τον έπιασαν τα δαιμόνια
✦ φρ. καινά δαιμόνια, νεοτεριστικές θεωρίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–