δαιμονοπάθεια


δαιμονοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
δαιμονοπάθεια δαιμονοπαθής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δαιμονοπάθεια

✦ διαταραχή ψυχική κατά την οποία ο πάσχων νομίζει ότι κατέχεται από τον δαίμονα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.