γύφτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
γύφτισσα αρχαία ελληνική εθν. Αἰγύπτιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γύφτισσα
✦ θηλ. γύφτισσα τσιγγάνος
✦ σιδηρουργός
✦ (μτφ. ) μελαψός
✦ (μτφ. ) βρομιάρης
✦ (μτφ. ) μικροπρεπής, τσιγκούνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–