γουφιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
γουφιάζω γούφα
Ερμηνεία
γουφιάζω
✦ κ. γουφαλιάζω ρ. (γούφ-ιασα, -ιασμένος κ. γουφάλ-ιασα, -ιασμένος) βαθουλώνω: από κάτου, από τα γουφαλιασμένα ριζά του βράχου, ανέβαινε το μεγάλο μουρμουρητό της θάλασσας (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–