γουρούνι
Προφορά
Ετυμολογία
γουρούνι μεσαιωνική ελληνική γουρούνιν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἡ γρῶνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γουρούνι
✦ θηλ. γουρούνα οικόσιτο θηλαστικό ζώο, χοίρος
✦ υβριστ. χαρακτηρισμός για άνθρωπο αναιδή, αναίσχυντο, άξεστο ή βρόμικο
✦ φρ. αγοράζω γουρούνι στο σακί, αγοράζω κάτι χωρίς να το ελέγξω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–