γουμένισσα
Προφορά
Ετυμολογία
γουμένισσα μεσαιωνική ελληνική γούμενος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γουμένισσα
✦ θηλ. γουμένισσα ο ηγούμενος, προϊστάμενος μοναστηριού: έστειλε να φέρουν… τους γουμένους από τα μοναστήρια (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–