γκελ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γκελΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γκελ.mp3Ετυμολογίαγκελ └τουρκ┘gel Ερμηνείαουσιαστικό└ουδέτερο┘ το γκελ ✦ το αναπήδημα που κάνει το τόπι, όταν ριχθεί στο έδαφος ✦ φρ. κάνω γκελ, (για πράγμ.) αναπηδώ Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–