γκαρσονιέρα


γκαρσονιέρα
Προφορά

Ετυμολογία
γκαρσονιέρα └γαλλ┘ garconniere

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκαρσονιέρα

✦ κατοικία εργένη, ιδ. ως τόπος συναντήσεώς του με γυναίκες
✦ διαμέρισμα ενός δωματίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.