γερούνδιο
Προφορά
Ετυμολογία
γερούνδιο λατ. gerundium
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γερούνδιο
✦ ρηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας αντίστοιχος προς τις πλάγιες πτώσεις του ενάρθρου απαρεμφάτου της Ελληνικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–