γεραρός


γεραρός
Προφορά

Ετυμολογία
γεραρός αρχαία ελληνική γεραρός

Ερμηνεία
γεραρός

✦ -ά, -ό επίθ. (Κ -ά, -όν) αξιοσέβαστος: την πρωτοκαθεδρία πήρε δικαιωματικά ο γεραρός κόμης (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.