γεννητικός


γεννητικός
Προφορά

Ετυμολογία
γεννητικός αρχαία ελληνική γεννητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ γεννητικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη γέννηση, ο κατάλληλος ή χρήσιμος για την αναπαραγωγή του είδους: γεννητικοί αδένες – γεννητικά όργανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.