γενιά


γενιά
Προφορά

Ετυμολογία
γενιά αρχαία ελληνική γενεά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γενιά

✦ το σύνολο των προσώπων που ανήκουν στο ίδιο γένος, οι εξ αίματος συγγενείς, σόι, ράτσα
✦ το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σε ορισμένη χρονική περίοδο και που τους διαδέχονται οι γεννημένοι απ’ αυτούς
✦ χρονική περίοδος περίπου τριάντα ετών, από τη γέννηση των μελών μιας κοινωνίας, που ήρθαν στη ζωή σχεδόν ταυτόχρονα, ως τη γέννηση των παιδιών τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.