βόμβα
Προφορά
Ετυμολογία
βόμβα └ιταλ┘bomba
Ερμηνεία
βόμβα
✦ βλήμα που περιέχει εκρηκτική ή εμπρηστική ύλη, και είναι εφοδιασμένο με μηχανισμό πυροδότησης: τα εχθρικά αεροπλάνα έριξαν βόμβες σε περιοχές που μόνο άμαχος πληθυσμός υπήρχε
✦ ωρολογιακή βόμβα, βλήμα με εκρηκτική ύλη συνδεδεμένο με ωρολογιακό μηχανισμό που ρυθμίζει την ώρα της έκρηξης: οι τρομοκράτες τοποθέτησαν ωρολογιακή βόμβα στο σιδηροδρομικό σταθμό
✦ η φρ. κ. μτφ. για κάτι δυνάμει επικίνδυνο που οι συνέπειές του δεν είναι ακόμη εμφανείς: ο νέος νόμος για τα συνδικάτα είναι ωρολογιακή βόμβα για το κλίμα συναίνεσης που επιδιώκει η κυβέρνηση
✦ εκρηκτικός μηχανισμός τοποθετημένος σε αντικείμενο: γράμμα βόμβα – το αυτοκίνητο βόμβα ήταν παρκαρισμένο στη γωνία
✦ ατομική βόμβα, βόμβα με μεγάλη εκρηκτική ισχύ που προέρχεται από την απελευθέρωση πυρηνικής ενέργειας
✦ βόμβα υδρογόνου, βόμβα με εξαιρετικά μεγάλη εκρηκτική ισχύ που προέρχεται από σύντηξη των πυρήνων ατόμων του υδρογόνου
✦ βόμβα μολότοφ, βλ. λ. μολότοφ
✦ μεταλλική φιάλη για εναποθήκευση συμπιεσμένων ή υγροποιημένων αερίων
✦ η λ. μτφ. σε φρ., όπως: έσκασε ή έπεσε σαν βόμβα, για γεγονός που έγινε ξαφνικά γνωστό – μου ήρθε σαν βόμβα, το πληροφορήθηκα ξαφνικά, δεν περίμενα να συμβεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–