βόλος


βόλος
Προφορά

Ετυμολογία
βόλος αρχαία ελληνική βῶλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βόλος

✦ μικρή μάζα από χώμα, σβόλος
✦ σφαιροειδής μάζα από οποιαδήποτε ύλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.