βουΐζω
Προφορά
Ετυμολογία
βουΐζω αρχαία ελληνική βοῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βουΐζω
✦ παράγω βοή: εδώ βουΐζει μέλισσα, εκεί σφήκα (Λορ. Μαβίλης)
✦ διαδίδω, διαλαλώ: φρ. βουΐζει το χωριό (η γειτονιά, ο τόπος κ.τ.ό.), έχει διαδοθεί κακή φήμη για κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–