βοτανολόγος
Προφορά
Ετυμολογία
βοτανολόγος βότανον + κατάλ. -λόγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η βοτανολόγος
✦ ο συλλέκτης θεραπευτικών βοτάνων ή άγριων χόρτων
✦ ο επιστήμονας που ασχολείται με τη βοτανική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–