βορειοελλαδίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
βορειοελλαδίτισσα Βόρειος Ελλάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βορειοελλαδίτισσα
✦ θηλ. βορειοελλαδίτισσα που κατοικεί στη Βόρεια Ελλάδα
✦ ο καταγόμενος από τη Βόρεια Ελλάδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–