βιντεοκάμερα
Προφορά
Ετυμολογία
βιντεοκάμερα └αγγλ┘video camera
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βιντεοκάμερα
✦ φορητή συσκευή λήψεως εικόνων και ήχου: ερασιτέχνες, συγγενείς και φίλοι, κραδαίνοντες βιντεοκάμερες που τους εξασφαλίζουν το πλαστό προνόμιο να υποδύονται τους τελετάρχες (Γ.Π. Σαββίδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–