βιβλιοθήκη
Προφορά
Ετυμολογία
βιβλιοθήκη μεταγενέστερη ελληνική βιβλιοθήκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βιβλιοθήκη
✦ ειδικό έπιπλο για την τοποθέτηση βιβλίων
✦ συλλογή βιβλίων ιδιώτη, οργανισμού, ιδρύματος κτλ.
✦ αίθουσα όπου φυλάγονται βιβλία
✦ ίδρυμα που διαθέτει πολλά βιβλία για κοινή χρήση: εθνική βιβλιοθήκη – δημοτικές βιβλιοθήκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–