βαφή
Προφορά
Ετυμολογία
βαφή αρχαία ελληνική βαφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βαφή
✦ η βύθιση πυρακτωμένου σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων σε νερό για να σκληρύνουν
✦ χρωματισμός αντικειμένου είτε με βύθισή του σε διάλυμα με χρωστική ουσία, είτε με επίχριση, βάψιμο
✦ χρώμα, μπογιά: κόκκινη βαφή για τ’ αβγά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–