βαθμολογητής


βαθμολογητής
Προφορά

Ετυμολογία
βαθμολογητής βαθμολογώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαθμολογητής

✦ θηλ. βαθμολογήτρια το πρόσωπο που βαθμολογεί, που καθορίζει με αριθμούς την αξία ή επίδοση διαγωνιζομένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.