βαθμιαίος
Προφορά
Ετυμολογία
βαθμιαίος βαθμός
Ερμηνεία
βαθμιαίος
✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο πραγματοποιούμενος βαθμηδόν, λίγο λίγο: βαθμιαία βελτίωση – πρόοδος
Συνώνυμα
προοδευτικός, σταδιακός
Αντίθετα
γοργός, ραγδαίος, αλματώδης
Επιρρήματα
βαθμιαία (Κ βαθμιαίως)