βάρος
Προφορά
Ετυμολογία
βάρος αρχαία ελληνική βάρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βάρος
✦ βαρύ αντικείμενο, φορτίο
✦ το εξαγόμενο της ζύγισης των σωμάτων
✦ (μτφ. ) ενόχληση, στενοχώρια
✦ υποχρέωση οικονομική
✦ κύρος, αυθεντία
✦ ειδικό βάρος (φυσ.) ο λόγος της πυκνότητας μιας ουσίας προς την πυκνότητα μιας άλλης που λαμβάνεται ως σταθερά (το νερό ως σταθερά για τα υγρά και στερεά και το υδρογόνο για τα αέρια)
✦ καθαρό βάρος, το βάρος σώματος μετά την αφαίρεση του απόβαρου
✦ οικογενειακά βάρη, (οικον.) οι δαπάνες για τη συντήρηση των μελών της οικογένειας
✦ άρση βαρών, (αθλητ.) άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής σηκώνει από το έδαφος και ανυψώνει μεταλλική ράβδο στα άκρα της οποίας υπάρχουν μεταλλικοί κύλινδροι ορισμένου βάρους
✦ βαρέων βαρών, κατηγορία στο αγώνισμα της πάλης, της πυγμαχίας και της άρσης βαρών οι αθλητές της οποίας έχουν βάρος περισσότερο από 79,3 κιλά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–