βάλσαμο
Προφορά
Ετυμολογία
βάλσαμο μεταγενέστερη ελληνική βάλσαμον
Ερμηνεία
βάλσαμο
✦ (Κ βάλσαμον) αρωματική ρητίνη που εκκρίνεται από διάφορα φυτά
✦ καθετί που ανακουφίζει τους σωματικούς και ψυχικούς πόνους ή που ευχαριστεί ιδιαίτερα τις αισθήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–