αόριστος


αόριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αόριστος αρχαία ελληνική ἀόριστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αόριστος -η, -ο

✦ όχι ορισμένος, ο ασαφής, ο αβέβαιος: και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή αόριστη… περνά (Κ. Καβάφης)
✦ φρ. επ’ αόριστον, για απροσδιόριστο χρόνο, χωρίς καθορισμένο τέλος: ανεβλήθη επ’ αόριστον η ρύθμιση των χρεών προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς
✦ (γραμμ.) που δε δηλώνει ορισμένο πρόσωπο ή πράγμα: αόριστη αντωνυμία
✦ (ως ουσ.) αόριστος, ένας από τους χρόνους του ρήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αόριστα (Κ αορίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.