αψιθιά
Προφορά
Ετυμολογία
αψιθιά μεταγενέστερη ελληνική ἀψινθία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αψιθιά
✦ ποώδες φυτό με πικρή γεύση χρήσιμο στη φαρμακευτική και την ποτοποιία ιδ. για την παρασκευή του ποτού αψέντι: με αψιθιές κι άλλες φαρμακερές ρίζες (Τ. Παπατσώνης) – στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά (Κ. Βάρναλης)
✦ πικρία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–