αφασία
Προφορά
Ετυμολογία
αφασία αρχαία ελληνική ἀφασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αφασία
✦ (ιατρ.) προσωρινή ή μόνιμη απώλεια της ικανότητας για ομιλία (χωρίς να έχουν πάθει βλάβη τα φωνητικά όργανα), ως σύμπτωμα διαφόρων παθολογικών καταστάσεων
✦ η λ. χρησιμοποιείται επίσης για φαινόμενα και καταστάστεις που χαρακτηρίζονται από την απουσία λόγου που να καλύπτει τις ανάγκες επικοινωνίας: πολιτική αφασία – είμαστε μπροστά σε μια ποιητική αφασία (Γ. Σεφέρης)
✦ (αργκό) πλήρης αδιαφορία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–