αυτοσυντήρηση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοσυντήρηση αυτοσυντηρούμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοσυντήρηση
✦ η συντήρηση με τα μέσα που οι ίδιοι διαθέτουμε
✦ το ένστικτο που οδηγεί κάθε ζωικό πλάσμα στην προσπάθεια για επιβίωσή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–