αυτοκίνητος
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκίνητος αρχαία ελληνική αὐτοκίνητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτοκίνητος -η, -ο
✦ ο κινούμενος μόνος του, χωρίς εξωτερική κινητήρια δύναμη: αυτοκίνητες πάντα ανοιγοκλειούνε οι τρεις θύρες (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ετεροκίνητος
Επιρρήματα
–