αυτοδικώ
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοδικώ αρχαία ελληνική αὐτοδικέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αυτοδικώ -είς, -εί
✦ διαπράττω αυτοδικία, προστατεύω ο ίδιος τα δικαιώματά μου ή ικανοποιώ τις επιδιώξεις μου, χωρίς τη συνδρομή της νόμιμης αρχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–