αυτεμβολιασμός


αυτεμβολιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
αυτεμβολιασμός αυτός + εμβολιασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυτεμβολιασμός

✦ ο εμβολιασμός με αυτεμβόλιο (βλ. λ.) για θεραπευτικούς σκοπούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.